- πολυημέρων
- πολυήμεροςlasting many daysmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νάρεβ — (Narew). Ποταμός (480 χλμ.) της βορειοανατολικής Ευρώπης, παραπόταμος του Βιστούλα. Πηγάζει από το έδαφος της Ρωσίας και χύνεται στον ποταμό Μπουγκ, στα Β της Βαρσοβίας. Στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πόλεμου, ο Ν. έγινε θέατρο πολυήμερων… … Dictionary of Greek